στοιχείωσιν

στοιχείωσιν
στοιχείωσις
teaching
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στοιχείωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [στοιχειῶ] αστρολογική ή μαγική πράξη, μαγεία, μαγγανεία αρχ. 1. στοιχειώδης διδασκαλία ή πραγματεία («στοιχείωσις ἀρετῆς», Ιεροκλ.) 2. αλφαβητική διαίρεση («εἴκοσι δύο στοιχείων τῶν κατὰ τὴν τῶν Σύρων στοιχείωσιν», Επιφάν.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”